- λησμονητής
- ο , λησμονήτρα η забывчивый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λησμονητής — ο, θηλ. λησμονήτρα [λησμονώ] αυτός που λησμόνησε κάτι, επιλήσμων, λησμονιάρης, ξεχασιάρης … Dictionary of Greek